- χολοίβαφος
- χολοί-βᾰφος, ον, poet. for χολοβαφής, Nic.Th.444.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χολοίβαφος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολοίβαφος — ον, Α βλ. χολήβαφος … Dictionary of Greek
χολήβαφος — και χολόβαφος και χολοίβαφος, ον, Α αυτός που έχει το χρώμα τής χολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + βαφος (< βάπτω), πρβλ. κοκκινό βαφος. Ο τ. χολοίβαφος για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek